μαρξιστικός

μαρξιστικός
η , ό[ν] марксистский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μαρξιστικός" в других словарях:

  • μαρξιστικός — ή, ό [μαρξιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαρξισμό ή στον μαρξιστή …   Dictionary of Greek

  • μαρξιστικός — ή, ό ο σχετικός με το μαρξισμό: Ήταν οπαδός μαρξιστικού κόμματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρξιστικός-λενινιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαρξισμο λενινισμό ή στους μαρξιστές λενινιστές …   Dictionary of Greek

  • λούμπεν προλεταριάτο — Μαρξιστικός όρος που αναφέρεται στο τμήμα εκείνο της εργατικής τάξης που αποτελείται από πρόσωπα άθλιας οικονομικής κατάστασης, τα οποία δεν διαθέτουν και πολιτική συνείδηση. Ο όρος προέρχεται από τη γερμανική λέξη lump (= κουρέλι) και τη… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… …   Dictionary of Greek

  • χρηματικός — ή, ό / χρηματικός, ή, όν, ΝΑ [χρῆμα, χρήματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρήματα (α. «χρηματική αμοιβή» β. «χρηματικὴ ζημία», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «χρηματική ποινή» i) (ποιν. δικ.) ποινή η οποία συνίσταται στην, υπέρ τού δημοσίου,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»